Σελίδες

Οι δικές μου μαύρες τουλίπες







«Το ’ξερα από τότε,
Πως την ψυχή μου θα ’κλεβες μια μέρα.
Καθώς κάτω από τις σκάλες κρυβόμουνα
Κλαίγοντας για φόνους οικογενειακούς
Μου ψιθύριζε όνειρα για το μέλλον
Το φως που γεννιόταν εντός μου.
Τρεις άγγελοι μου φανερώθηκαν
Ο ένας μου έφερε μια τουλίπα πορφυρή
Ο δεύτερος ένα σου φιλί
Ο τρίτος ήρθε με χέρια αδειανά
Κι ανήσυχα με κοίταξε στα μάτια.
Ύστερα με κυνήγησαν των σκοτωμένων τα φαντάσματα
Που ήρθανε με ρούχα ματωμένα
Ενώ στην πύλη του παραδείσου
Δασκάλα ιστορικός απάγγελνε το ψέμα.
Τόσο μα τόσο πολύ σε περίμενα
Στους έρημους πύργους της Βαβυλώνας
Βγάλε τα ρούχα του στρατού
Κι έλα κοντά μου
Και χάρισ’ μου τρία παιδιά απ’ τις ψυχές των πεθαμένων…»